- περιτυχόντες
- περιτυγχάνωhappen to be aboutaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτυγχάνω — ΜΑ συναντώ τυχαία κάποιον, τυχαίνει να συναντήσω κάποιον (α. «άνδρα περιτυχόντες ἅγιον», Μηναί β. «τῷ Ἱππάρχῳ περιτυχόντες παρὰ τὸ Λεωκόρειον... ἀπέκτειναν», Θουκ.) αρχ. 1. (για γεγονός) επέρχομαι, συμβαίνω («μή τις συμφορὰ αὐτοῑς περιτύχη», Θουκ … Dictionary of Greek
QUARTINUS — I. QUARTINUS apud Herodian. l. 7. c. 1. i Maximini historia Περιτυχόντες τῶν ἀπὸ ὑπατείας καὶ φίλων Α᾿λεξάνδρου τινὶ (Κουαρτῖνος δὲ ἦν ὄνομα, ὅν Μαξιμῖνος ἐκπέμψας ἦν τοῦ ςτρατοῦ) ἁρπάσαντες ἄκοντα καὶ οὐδεν προειδότα, ςτρατηγὸν ἑαυτῶν κατέςτησαν … Hofmann J. Lexicon universale